- μνημονικως
- μνημονικῶςпо памяти, на память
(κατηγορεῖν Dem.; εἰπεῖν Aeschin.; συνθεῖναι Sext.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(κατηγορεῖν Dem.; εἰπεῖν Aeschin.; συνθεῖναι Sext.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
μνημονικῶς — μνημονικός of adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μνημονικός — ή, ό (Α μνημονικός, ή, όν) [μνήμων] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη μνήμη ή στην ανάμνηση 2. το ουδ. ως ουσ. το μνημονικό(ν) η μνήμη, το θυμητικό («έχει δυνατό μνημονικό») νεοελλ. 1. αυτός που συντελεί στην απομνημόνευση ή την υπενθύμιση… … Dictionary of Greek